- παραποιήσασθαι
- παραποιέωmake falselyaor inf midπαραποιέωmake falselyaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρασφραγίζω — Α 1. μέσ. παρασφραγίζομαι θέτω τη σφραγίδα μου πάνω σε κάτι 2. (κατά τον Ησύχ.) «παρακόπτω, παραχαράττω, κιβδηλεύω, παραποιῶ» και «παραποιήσασθαι παρασφραγῑσαι» 3. (κατά τον Μοίρ.) «παρασημαίνεσθαι ἀττικοί, ἕλληνες παρασφραγίζεσθαι» … Dictionary of Greek